Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

prove sth false


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο prove παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: sth | false

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
prove [sth]/that vtr (demonstrate conclusively) (ότι/πως)αποδεικνύω ρ μ
  (κάτι που ήταν σωστό)επαληθεύω ρ μ
 The scientist attempted to prove his theory.
 Οι επιστήμονες προσπάθησαν να αποδείξουν τη θεωρία του.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν κατάφερα να επαληθεύσω τους υπολογισμούς του ένιωσα μεγάλη ικανοποίηση.
prove [sth] vtr (turn out to be)αποδεικνύομαι ρ αμ
 His conclusion proved false.
 Το συμπέρασμά του αποδείχτηκε λανθασμένο.
prove to be [sth] v expr (turn out to be)αποδεικνύομαι ρ αμ
  αποδεικνύεται ότι είμαι κτ περίφρ
 The detective's hunch proved to be right.
prove vi (bread dough: rise)φουσκώνω ρ αμ
 Allow the dough to prove for two hours before shaping it into a loaf.
 Άφησε το ζυμάρι να φουσκώσει για δύο ώρες πριν σχηματίσεις μια φραντζόλα.
prove [sth],
also US: proof [sth]
vtr
(bread dough: leave to rise)αφήνω κτ να φουσκώσει έκφρ
 You will need to prove the dough before baking it.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
prove [sth] vtr (mathematics)αποδεικνύω ρ μ
 To prove the theorem, you must show your work.
prove [sth] vtr (will: validate)επικυρώνω ρ μ
  επικυρώνομαι ρ αμ
 The will was proved by his widow.
 Η χήρα είχε επικυρώσει τη διαθήκη.
 Η διαθήκη είχε επικυρωθεί από τη χήρα.
prove yourself vtr + refl (demonstrate your worth, skill, etc.)αποδεικνύω την αξία μου έκφρ
  δείχνω τι αξίζω έκφρ
 With his older siblings being high achievers, James feels he has to prove himself.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
have nothing to prove v expr (not need to justify)δεν έχω να αποδείξω τίποτα έκφρ
prove the point v expr (show that [sth] is true)αποδεικνύω ρ μ
 Harry claimed that he was good at cooking and to prove the point, he would prepare a meal for us.
prove true vi + adj (be borne out, be shown to be accurate)αποδεικνύομαι αληθινός ρ αμ + επίθ
 If these allegations prove true, the governor will be in big trouble.
prove [sb] wrong vtr + adj (show that [sb] is incorrect)αποδεικνύω πως κπ έχει άδικο έκφρ
  αποδεικνύω πως κπ κάνει λάθος έκφρ
 My father said I would never be an athlete; I'm determined to prove him wrong.
prove your point,
prove a point
v expr
(show you are correct) (αυτό που πιστεύω, αυτό που θέλω)αποδεικνύω ρ μ
 Rod gave a very convincing demonstration that proved his point.
 Η παρουσίαση του Ροντ ήταν πολύ πειστική και απόδειξε αυτό που ήθελε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση prove sth false στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «prove sth false».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!